ἀμνημόνευτα

ἀμνημόνευτα
ἀμνημόνευτος
unmentioned
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αμνημόνευτος — η, ο 1. αυτός που δε μνημονεύεται, δεν αναφέρεται: Στην πραγματεία σου άφησες αμνημόνευτες σπουδαίες εργασίες στο θέμα αυτό. 2. αυτός τον οποίο δεν μπορεί κανείς να θυμηθεί: Μου μιλάς για πράγματα που έγιναν πριν από αμνημόνευτα χρόνια. 3. αυτός… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”